Συνεργική φόρμουλα
βιταμίνης D3 (1000 IU) και βιταμίνης K2 (100 μg), για μέγιστη απορρόφηση του ασβεστίου
των τροφών (ή συμπληρωμάτων), σταθεροποίηση του στα οστά και αποτροπή της οστεοπόρωσης.
Το προϊόν έχει
παρασκευασθεί με τις πλέον αυστηρές προδιαγραφές ποιότητας και καθαρότητας, περιλαμβανομένης
της δρακόντειας πρότασης 65 της πολιτείας της Καλιφόρνιας περί τοξικών ουσιών.
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ D ΚΑΙ Κ
ΒΙΤΑΜΙΝΗ D
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη απαραίτητη για την υγεία των οστών και των δοντιών. Προάγει την απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου από το έντερο και την εναπόθεσή τους στα οστά (επιμετάλλωση). Συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία του ανοσοποιητικού και νευρικού συστήματος και βοηθά στην πρόληψη διαφόρων χρόνιων και αυτοάνοσων νοσημάτων.Είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά τη νηπιακή και παιδική ηλικία, καθώς συμβάλλει στη σωστή και υγιή σκελετική ανάπτυξη. Οι βασικές μορφές βιταμίνης D είναι η D2 (εργοκαλσιφερόλη) και η D3 (χοληκαλσιφερόλη), που περιέχονται σε λίγες τροφές μόνο (λιπαρά ψάρια, γάλα, αυγά, συκώτι κ.ά.).
Το μεγαλύτερο ποσοστό βιταμίνης D που απαιτείται καθημερινά σχηματίζεται στο δέρμα. Κατά την έκθεσή μας στον ήλιο, η 7-διυδροχοληστερόλη μετατρέπεται, υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας, σε βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη).
Στη συνέχεια, η D3 υφίσταται δύο διαδοχικές υδροξυλιώσεις, μία αρχικά στο ήπαρ, όπου μετατρέπεται σε καλσιδιόλη (25(OH)D3), και έπειτα στους νεφρούς, όπου μετατρέπεται σε καλσιτριόλη (1,25(OH)D3), τη δραστική μορφή της βιταμίνης D.
Η καλσιτριόλη λειτουργεί στον οργανισμό ως στεροειδής ορμόνη και δρα σε διάφορους ιστούς, όπως το έντερο, τους νεφρούς, τα οστά, την καρδιά, τους μύες, τον εγκέφαλο, τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, ρυθμίζοντας την έκκριση άλλων ουσιών, ενώ ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, περισσότερα από 200 γονίδια, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είναι υπεύθυνα για τη ρύθμιση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, της κυτταρικής διαφοροποίησης, της απόπτωσης και της αγγειογένεσης.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΒΙΤΑΜΙΝΗΣ D
Παρά την ικανότητα του οργανισμού να συνθέτει βιταμίνη D, ο σύγχρονος τρόπος ζωής (κλειστοί χώροι εργασίας, χρόνια χρήση αντηλιακών, ατμοσφαιρική ρύπανση, μειωμένη παραμονή στην ύπαιθρο, συνήθειες ένδυσης κ.ά.) έχει σαν αποτέλεσμα την περιορισμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, που μπορεί να οδηγήσει σε ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης D.
Η έλλειψη σε βιταμίνη D μπορεί να οφείλεται επίσης σε ανεπαρκή πρόσληψή της μέσω της διατροφής, δυσαπορρόφηση της βιταμίνης από το έντερο (λόγω γαστρεντερικών ασθενειών, χειρουργεία bypass κ.ά.), παθολογικές καταστάσεις, όπως ηπατική δυσλειτουργία και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, καθώς και σε διάφορες κληρονομικές ή επίκτητες ασθένειες. Επιπλέον, η παχυσαρκία, η αυξημένη μελανίνη στο δέρμα, η ηλικία, καθώς και ορισμένα φάρμακα αποτελούν παράγοντες που συμβάλλουν στην ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης D.*
* Η έλλειψη βιταμίνης D καθορίζεται από τα επίπεδα της 25(OH)D3 στον ορό του αίματος. Γενικά, δεν υπάρχει μία διεθνής ομοφωνία όσον αφορά στα όρια μεταξύ έλλειψης, ανεπάρκειας και επάρκειας βιταμίνης D. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα από το Institute of Medicine και το Endocrine Society των ΗΠΑ (J Clin Endocr Metab, 2011, 96(7)), άτομα με συγκέντρωση 25(OH)D3< 20 ng/ml (50 nmol/L) παρουσιάζουν έλλειψη βιταμίνης D, ανεπάρκεια όταν η συγκέντρωση κυμαίνεται από 21-29 ng/ml (52.5 – 72.5 nmol/L), ενώ συγκέντρωση > 30 ng/ml (75 nmol/L) θεωρείται επαρκής ποσότητα που καλύπτει τις ημερήσιες ανάγκες υγιών ατόμων, για γερά οστά και γενικότερα βέλτιστη υγεία.
Η ανεπάρκεια/έλλειψη βιταμίνης D αποτελεί ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο σε όλες τις ηλικιακές ομάδες παγκοσμίως, ιδίως στα βόρεια πλάτη της γης, όπου είναι περιορισμένη η έκθεση στο φως του ήλιου, ενώ σε περιοχές με εύκρατα κλίματα παρατηρείται εποχιακή διακύμανση των επιπέδων της D στον ορό του αίματος, με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις να σημειώνονται κατά τους θερινούς μήνες.
Ακόμα και σε μια ηλιόλουστη χώρα, όπως η Ελλάδα, η έλλειψη βιταμίνης D αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται πως η ενδογενής παραγωγή βιταμίνης D δεν επαρκεί για να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες. Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι παιδιά και έφηβοι αποτελούν ομάδες υψηλού κινδύνου για εμφάνιση έλλειψης βιταμίνης D, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες (Calcif Tissue Int 2005, 77, 348- 355). Στα βρέφη και τα παιδιά, η έλλειψη βιταμίνης D έχει σαν αποτέλεσμα να μη γίνεται σωστή επιμετάλλωση των οστών και μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση ραχίτιδας.
Μελέτη της Γ` Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών που διεξήχθη στο νοσοκομείο `Αττικό` (Calcif Tissue Int. 2006, 78(6), 337-342), έδειξε ότι από τα 123 ζεύγη υγιών μητέρων-νεογέννητων που εξετάστηκαν, στο 19,5% των γυναικών και το 8,1% των νεογνών μετρήθηκαν στον ορό του αίματος συγκεντρώσεις 25(OH)D3 μικρότερες των 10 ng/ml.
Γυναίκες που γέννησαν κατά τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες είχαν υψηλότερα επίπεδα 25(OH)D3 σε σχέση με αυτές που γέννησαν το χειμώνα και την άνοιξη, ενώ οι μητέρες με σκουρόχρωμη επιδερμίδα είχαν μικρότερες συγκεντρώσεις 25(OH)D3 σε σχέση με τις ανοιχτόχρωμες.
Επιπλέον, όσον αφορά στις συγκεντρώσεις της 25(OH)D3, βρέθηκε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ μητέρας και νεογέννητου. Λαμβάνοντας υπόψη τα προηγούμενα, αλλά και το γεγονός ότι το μητρικό γάλα συνήθως δεν περιέχει επαρκείς ποσότητες βιταμίνης D, κρίνεται απαραίτητη η χορήγηση συμπληρωμάτων σε έγκυες και θηλάζουσες για τη σωστή ανάπτυξη του εμβρύου και την πρόληψη της ραχίτιδας σε νεογνά και βρέφη.
Η έλλειψη βιταμίνης D είναι συνήθης και στους ενήλικες και μπορεί να οδηγήσει σε οστεομαλακία (μαλακά οστά), η οποία σχετίζεται με πόνους στα οστά και τους μύες. Παράλληλα, χαμηλά επίπεδα 25(OH)D3 στον ορό του αίματος αυξάνουν την έκκριση της παραθορμόνης (PTH) και μπορεί να οδηγήσουν σε δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό και οστεοπόρωση. Ομάδες ενηλίκων που εμφανίζουν συνήθως έλλειψη βιταμίνης D στη χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως, αποτελούν οι ηλικιωμένοι, καθώς και οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, ιδίως αυτές που πάσχουν από οστεοπόρωση και/ή έχουν υποστεί κάταγμα ισχίου.
Σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη του Ενδοκρινολογικού τμήματος του νοσοκομείου «Άγιος Σάββας» και του Ορμονολογικού εργαστηρίου του νοσοκομείου «Άγιος Παντελεήμονας» (Horm 2011, 10(2):131-143), κατά την οποία εξετάστηκαν 625 φαινομενικά υγιείς ενήλικες (553 γυναίκες, 72 άντρες / 18-85 ετών), βρέθηκαν υψηλά ποσοστά ανεπάρκειας (συγκεντρώσεις 25(OH)D3 < 22 ng/ml στο 57,7% των εξετασθέντων) σε όλες τις ηλικιακές ομάδες (18-29, 30-39, 40-49, 50-59 και >60 ετών), καθ` όλη τη διάρκεια του έτους και ιδίως τους μήνες Μάρτιο-Μάιο.
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D έχει ενοχοποιηθεί και για τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων νοσημάτων, όπως: καρκίνο μαστού, προστάτη και παχέος εντέρου, καρδιαγγειακές νόσους, υπέρταση, διαβήτη τύπου 2, φλεγμονώδεις ασθένειες και διαταραχές του ανοσοποιητικού, που μπορεί να προκαλέσουν λοιμώξεις και αυτοάνοσα νοσήματα, όπως σκλήρυνση κατά πλάκας, διαβήτη τύπου 1 και ρευματοειδή αρθρίτιδα, ψυχιατρικές ασθένειες (κατάθλιψη και σχιζοφρένεια) και πιθανόν αυτισμό.
Σημείωση: Η βιταμίνη D μετριέται σε διεθνείς μονάδες (IU). 1 IU βιταμίνης D αντιστοιχεί σε 0,025 mcg. Τα επίπεδα της 25(OH)D3 στον ορό του αίματος μετριούνται σε ng/ml ή nmol/L. 1 ng/ml ισοδυναμεί με 2,5 nmol/L.
ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΣΕ ΒΙΤΑΜΙΝΗ D
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι όταν η επιδερμική σύνθεση της βιταμίνης D, καθώς και η διαιτητική της πρόσληψη είναι ανεπαρκής, επιβάλλεται συχνά η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D, ώστε να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία και ευεξία του οργανισμού.
Άτομα που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες σε βιταμίνη D είναι:
α) τα βρέφη που θηλάζουν, ιδίως όταν δεν εκτίθενται συστηματικά στον ήλιο,
β) έγκυες,
γ) θηλάζουσες,
δ) άτομα με περιορισμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία,
ε) άτομα με σκούρα επιδερμίδα,
στ) χορτοφάγοι,
η) ηλικιωμένοι, ιδίως όσοι εμφανίζουν μειωμένη κινητικότητα, οστεοπόρωση, όσοι έχουν ιστορικό κατάγματος και όσοι διαμένουν σε οίκους ευγηρίας.
Βιταμίνη D και Καρκίνος
Ο ρόλος της βιταμίνης D στην προληπτική και θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς. Εντούτοις, η δεδομένη ικανότητά της να εμποδίζει τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων κάνει εύλογη την υπόθεση ότι ο ρόλος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι θετικός.
Επιδημιολογικές μελέτες ενισχύουν την υπόθεση αυτή, αφού δείχνουν ότι ορισμένοι καρκίνοι εμφανίζουν έξαρση σε πληθυσμούς με χαμηλή έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία. Οι μέχρι σήμερα ενδείξεις για αντικαρκινική δράση της βιταμίνης D αφορούν κυρίως σε ορισμένους τύπους λευχαιμίας καθώς και στους καρκίνους προστάτη, στήθους, παχέος εντέρου (και ειδικότερα του ορθού) (Αltern Med Rev 2005, 10, 94-111).
Βιταμίνη D και Οστά / Μύες
Τα επαρκή επίπεδα βιταμίνης D στους ενήλικες συμβάλλουν στη διατήρηση της οστικής μάζας και της μυϊκής λειτουργίας, καθώς και στην πρόληψη της οστεοπόρωσης και οστεοπενίας.
Μελέτες υποδεικνύουν ότι συγχορήγηση βιταμίνης D και ασβεστίου, σε συνδυασμό με άσκηση, μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο καταγμάτων σε ενήλικες, καθώς και τη συχνότητα των πτώσεων και καταγμάτων στους ηλικιωμένους.
Για προληπτικούς σκοπούς, συνιστάται ημερήσια χορήγηση βιταμίνης D τουλάχιστον 800 IU, με ταυτόχρονη λήψη 500 mg ασβεστίου (J Am Phys Surg, 2009, 14(2), 38-45).
Βιταμίνη D και Καρδιά / Υπέρταση
Τόσο πειραματικά, όσο και κλινικά δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχει μία σαφής σχέση μεταξύ ανεπάρκειας βιταμίνης D και υπέρτασης.
Οι μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώσει τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης και πιθανόν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, εγκεφαλικού και εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Βιταμίνη D και Αυτοάνοσα νοσήματα
Σύμφωνα με μελέτες, παιδιά που λαμβάνουν επαρκείς ποσότητες βιταμίνης D έχουν μικρότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ως ενήλικες κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, όπως διαβήτη τύπου 1 και σκλήρυνση κατά πλάκας.
Επιπλέον, η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D, σε συνδυασμό με ασβέστιο, μπορεί να βοηθήσει ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, μειώνοντας την ένταση των συμπτωμάτων.
Βιταμίνη D και Διαβήτης
Επιδημιολογικές μελέτες συσχετίζουν την έλλειψη βιταμίνης D με τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, καθώς και μεταβολικού συνδρόμου, ακόμα και στους εφήβους.
Από in vitro και in vivo πειράματα φαίνεται ότι η βιταμίνη D συμμετέχει ενεργά στη ρύθμιση της λειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος, ενισχύοντας την έκκριση της ινσουλίνης, βελτιώνει την ινσουλινοευαισθησία και προάγει την αντοχή στη γλυκόζη.
Βιταμίνη D και Λοιμώξεις αναπνευστικού
Τα χαμηλά επίπεδα 25(OH)D3 έχουν συσχετισθεί με λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος. Πιστεύεται ότι η βιταμίνη D μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην ανοσία και την πρόληψη των λοιμώξεων, καθώς ενδυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα, αυξάνοντας την έκφραση των γονιδίων άμυνας. Σύμφωνα με μελέτες, επαρκής πρόσληψη βιταμίνης D μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για φυματίωση, κρυολόγημα, γρίπη και άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού.
Βιταμίνη D και ψωρίαση
Σαν ρυθμιστής του πολλαπλασιασμού και της διαφοροποίησης των κυττάρων η βιταμίνη D είναι πιθανός θεραπευτικός παράγων για την ψωρίαση. Πράγματι, έρευνες έδειξαν ότι καταστέλλει τον πολλαπλασιασμό και διεγείρει την τελική διαφοροποίηση των κερατινοκυττάρων.
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ – ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ: Υπερβολικά υψηλές δόσεις βιταμίνης D μπορούν να προκαλέσουν διάφορα συμπτώματα, όπως υπερασβεστιαιμία, υπερφωσφοροαιμία, ναυτία, τάση για έμετο, ίλιγγο, ανορεξία, δίψα, ατονία, διάρροια, πολυουρία, νεφρολιθίαση κ.ά.
Να μη λαμβάνεται παράλληλα με αντιεπιληπτικά φάρμακα, βαρβιτουρικά και κορτικοστεροειδή, καθώς μπορεί να μειωθεί η δράση της. Η χολεστυραμίνη και η υγρή παραφίνη μπορεί να μειώσουν την απορρόφησή της.
Η βιταμίνη D πιθανόν να ενισχύσει τη δράση της διγοξίνης, ενώ με θειαζίνες υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υπερασβεστιαιμίας.
ΒΙΤΑΜΙΝΗ Κ
Ο όρος "βιταμίνη Κ" αναφέρεται
σε μία ομάδα λιποδιαλυτών ουσιών με παρόμοια χημική δομή, που ανήκουν στην κατηγορία
των ναφθοκινονών και διακρίνονται στη φυλλοκινόνη (βιταμίνη Κ1) και τις μενακινόνες
(βιταμίνες Κ2). Η βιταμίνη Κ1 παράγεται από τα ανώτερα φυτά και τα φύκη, ενώ οι
μεγαλύτερες συγκεντρώσεις της βρίσκονται στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά (σπανάκι,
μαρούλι κ.ά.). Οι μενακινόνες παράγονται από ένα ευρύ φάσμα βακτηρίων, περιλαμβανομένων
των ωφέλιμων βακτηρίων της εντερικής χλωρίδας του ανθρώπου. Τα περισσότερο μελετημένα
μέλη αυτής της ομάδας αποτελούν η μενακινόνη-4 (ΜΚ-4) και η μενακινόνη-7 (ΜΚ-7).
Πρόσφατες μελέτες έδειξαν, επίσης, ότι η MK-4 παράγεται και σε διάφορους ανθρώπινους
ιστούς, από τη μετατροπή της φυλλοκινόνης που προσλαμβάνεται μέσω της διατροφής.
Παρόλο που όλες οι βιταμίνες Κ έχουν
παρόμοια δράση, παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορές ως προς την απορρόφησή τους από
το έντερο, τη μεταφορά και τη διανομή τους στους ιστούς και τη βιοδιαθεσιμότητά
τους. Έτσι, οι Κ2 [ιδίως αυτές με μακρά πλευρική αλυσίδα, όπως η μενακινόνη 7 (ΜΚ-7)]
παρουσιάζουν καλύτερη απορρόφηση και μεγαλύτερο χρόνο ημιζωής, σε σχέση με την Κ1,
με αποτέλεσμα να σημειώνονται υψηλότερα επίπεδα στον ορό του αίματος και να παρουσιάζουν
καλύτερη δράση. Επομένως, ο επαρκής εφοδιασμός των διαφόρων ιστών σε βιταμίνη Κ
δεν εξαρτάται μόνο από την ποσότητα, αλλά και από το είδος της βιταμίνης που προσλαμβάνεται.
Η βιταμίνη Κ είναι κυρίως γνωστή για
τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει στη
φυσιολογική πήξη του αίματος, καθώς συμβάλλει στην παραγωγή λειτουργικών πρωτεϊνικών
παραγόντων (προθρομβίνη, προκομβερτίνη κ.ά.) που συντίθενται στο ήπαρ και εμπλέκονται
στον παραπάνω μηχανισμό. Έλλειψη βιταμίνης Κ αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο αιμορραγιών.
Τα συμπτώματα της ανεπάρκειας σε βιταμίνη Κ είναι το εύκολο μελάνιασμα, οι συχνές
ρινορραγίες, η αιμορραγία των ούλων, η βαριά εμμηνορρυσία, και η παρουσία αίματος
στα ούρα και/ή τα κόπρανα.
Ωστόσο, η βιταμίνη Κ είναι απαραίτητη
και για τη σωστή λειτουργία πρωτεϊνών που συντίθεται σε άλλους ιστούς, όπως η οστεοκαλσίνη
(συντίθεται στους οστεοβλάστες) και η MGP (συντίθεται στο χόνδρο και τα τοιχώματα
των αγγείων), οι οποίες εμπλέκονται στον μεταβολισμό των οστών. Η οστεοκαλσίνη είναι
υπεύθυνη για την ενσωμάτωση του ασβεστίου στα οστά, ενώ η βασική λειτουργία της
MGP είναι να εμποδίζει την εναπόθεση του ασβεστίου στις αρτηρίες.
Πολυάριθμες κλινικές μελέτες υποδεικνύουν
την αποτελεσματικότητα της βιταμίνης Κ2 στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης, ενώ
φαίνεται ότι δρα συνεργικά με φάρμακα (διφωσφονικά) που χρησιμοποιούνται για τη
θεραπεία της. Η μέχρι τώρα έρευνα έχει δείξει ότι η Κ2 μειώνει σημαντικά την απώλεια
της οστικής μάζας και τον κίνδυνο καταγμάτων σε εμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση
(ιδίως σε συνδυασμό με βιταμίνη D3 και ασβέστιο), σε πάσχοντες από Parkinson,
Alzheimer, κίρρωση του ήπατος, νευρική ανορεξία, πρωτοπαθή χολική κίρρωση, άτομα
που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, καθώς και σε άτομα που λαμβάνουν κορτικοστεροειδή
ή το αντικαρκινικό οξική λεουπρολίδη.
Κλινικές έρευνες και μελέτες σε ζώα
έδειξαν ότι η βιταμίνη Κ2, αλλά πιθανόν όχι η Κ1, εμποδίζει την ασβεστοποίηση των
αρτηριών και τη δημιουργία αθηρωματικής πλάκας, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο καρδιαγγειακών
παθήσεων. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η βιταμίνη Κ2, σε in vitro και in
vivo πειράματα, παρουσίασε αξιόλογη δράση έναντι διαφόρων μορφών καρκίνου, όπως
προστάτη, ήπατος, μαστού κ.ά.
Άτομα που διατρέχουν κίνδυνο να
εμφανίσουν έλλειψη βιταμίνης Κ είναι οι πάσχοντες από ηπατική ανεπάρκεια και
παθολογικές καταστάσεις (απόφραξη χοληφόρων οδών, κοιλιοκάκη, ελκώδης κολίτιδα,
κατά τόπους εντερίτιδα, κυστική ίνωση, σύνδρομο κοντού εντέρου, κ.ά.) που
περιορίζουν σημαντικά την απορρόφηση των λιπών, καθώς και άτομα που ακολουθούν
αντιπηκτική θεραπεία ή λαμβάνουν φάρμακα (χολεστυραμίνη, κολεστιπόλη,
ορλιστάτη) ή ουσίες (π.χ. το υποκατάστατο λίπους olestra) που μειώνουν την
απορρόφηση της βιταμίνης Κ. Επιπλέον, η εκτεταμένη χρήση αντιβιοτικών, τα οποία
διαταράσσουν την ισορροπία της εντερικής χλωρίδας, η χαμηλή διαιτητική πρόσληψη
και το προχωρημένο της ηλικίας αυξάνουν τον κίνδυνο έλλειψης βιταμίνης Κ.
Επίσης, τα νεογέννητα παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης Κ, που μπορεί να
οδηγήσουν στην αιμορραγική νόσο των νεογνών, γι’ αυτό και γίνεται συνήθως
προληπτική χορήγηση της βιταμίνης στα βρέφη.
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ –
ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ:
Να μη λαμβάνεται παράλληλα με
αντιπηκτικά φάρμακα, καθώς μπορεί να μειώσει τη δράση τους. Η βιταμίνη Ε σε
δοσολογίες άνω των 800 IU πιθανόν να ανταγωνίζεται τη δράση της βιταμίνης Κ,
αυξάνοντας τον κίνδυνο αιμορραγίας, σε άτομα που ακολουθούν αντιπηκτική θεραπεία
ή λαμβάνουν περιορισμένες ποσότητες βιταμίνης Κ μέσω της διατροφής τους.
Η βιταμίνη K δεν είναι τοξική ακόμα
και σε πολύ υψηλές δόσεις (π.χ. 135 mg ημερησίως) και η αυξημένη λήψη της δεν
προκαλεί συμπτώματα στον άνθρωπο. Για το λόγο αυτό δεν έχει καθοριστεί και
ανώτατο ασφαλές όριο. Μόνο η συνθετική βιταμίνη Κ, η Κ3 (μεναδιόνη), είναι
αποδεδειγμένα τοξική, καθώς σε υψηλές δόσεις προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις
και αιμολυτική αναιμία, ενώ ασκεί κυτταροτοξική δράση στο ήπαρ.